Το κείμενο αυτό δεν φιλοδοξεί, λόγω της περιορισμένης του έκτασης, να περιέχει μια ολοκληρωμένη ανάλυση σε σχέση με το πολύπλοκο αυτό ζήτημα.
Προσπαθούμε με συντομία να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στη γέννηση και εξέλιξη του, να δείξουμε το ρόλο του εθνικισμού, των διεθνών και εγχώριων συμφερόντων, και τέλος να πούμε τη θέση μας για τα Βαλκάνια που θέλουμε κι αγωνιζόμαστε.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.
Η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας – έτσι όπως αυτή ορίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα με βάση την επικράτεια του βασιλείου της αρχαίας Μακεδονίας – μοιράζεται σήμερα στην Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Βουλγαρία, με πολύ μικρά της τμήματα να υπάρχουν επίσης στη Σερβία και την Αλβανία. Βέβαια η κατανομή των εδαφών μ’ αυτόν το τρόπο ήρθε σαν αποτέλεσμα δύο και πλέον αιώνων εθνικισμού, πολέμων, διωγμών και αφομοίωσης πληθυσμών.
Στις αρχές του 19ου αιώνα βρήκαν ρίζα και στα Βαλκάνια οι ιδέες του Διαφωτισμού για ελευθερία και ισότητα μακριά από τα δεσμά του φεουδαρχισμού και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μαζί τους όμως ήρθαν και οι ψεύτικες υποσχέσεις των αστών της εποχής πως όλα αυτά θα γίνουν πράξη μέσα στα πλαίσια των εθνικών κρατών. Έτσι γεννήθηκαν οι εθνικές ιδέες, σε μεγάλο βαθμό τεχνητά, μέσα από μια άγαρμπη απόπειρα σύνδεσης της τότε εποχής με τους μύθους της αρχαιότητας. Τελικά, η πανσπερμία κοινοτήτων και λαών των Βαλκανίων έπρεπε να χωρέσει μέσα σε ένα, δύο ή τρία έθνη – κράτη.
Ο επονομαζόμενός «Μακεδονικός αγώνας» και οι βαλκανικοί πόλεμοι στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν είναι τίποτα άλλο απ’ τη σύγκρουση των τριών μεγάλων εθνικισμών της περιοχής (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία) με λεία τα εδάφη της Μακεδονίας, ενός από τα τελευταία κομμάτια της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Τα τρία κράτη δε μετρούσαν τότε ούτε ένα αιώνα ζωής παρόλα αυτά ήταν έτοιμα να οδηγήσουν τους λαούς στο σφαγείο για χάρη των «Μεγάλων Ιδεών» τους.
Σ’ όσα εδάφη κατακτά το Ελληνικό κράτος ξεκινά ο εξελληνισμός των μη-ελληνόφωνων πληθυσμών με βάναυσο μάλιστα τρόπο. Απαγόρευση της γλώσσας και των εθίμων τους, πάταξη οποιουδήποτε στοιχείου μη- ελληνικότητάς τους και διωγμός για όσους δε συμμορφώνονταν. Αντίστοιχη ήταν η μοίρα και για τους πληθυσμούς που κατέκτησε η Σερβία και η Βουλγαρία. Με το στανιό Έλληνας, Σέρβος ή Βούλγαρος ανάλογα τι σου ‘λαχε.
Έπειτα έρχεται ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος και μαζί του η αντίσταση και ο αγώνας για ένα δικαιότερο κόσμο. Οι σλαβομακεδόνες της Ελληνικής Μακεδονίας, η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της περιοχής εντάσσεται μαζικά στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ και έπειτα στο ΔΣΕ. Προσφυγιά και άγρια καταστολή ήταν το τίμημα που πλήρωσαν για τις επιλογές τους αυτές, μετά την ήττα του εμφυλίου.
Την ίδια περίοδο γεννιέται η Γιουγκοσλαβία του Τίτο και η βόρεια επικράτεια της Μακεδονίας θα αποτελέσει μία από τις έξι περιφέρειες του κράτους. Η διάλυση του όμως, αρκετά χρόνια μετά, στις αρχές του 1990 θα οδηγήσει τη μέχρι τότε περιφέρεια να μετατραπεί σε κράτος. Κι όπως κάθε κράτος ήθελε να ‘χει και όνομα. Λογάριαζε όμως χωρίς το ξενοδόχο: τον ελληνικό εθνικισμό.
Η ιστορία των τριών τελευταίων δεκαετιών μπορεί να συνοψιστεί μέσα σε μια μεγάλη αντίφαση: Απ’ τη μία η realpolitik και οι επιταγές της Δύσης απαιτούσαν απ’ το ελληνικό κράτος να συμβιβαστεί και να επιτρέψει στο γειτονικό να ονομάζεται όπως θέλει, απ’ την άλλη ο ελληνικός εθνικισμός, σάρκα απ’ τη σάρκα του κράτους κι αυτός, ζητούσε «σύνορα με τη Σερβία» διατρανώνοντας: «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική».
Η ελληνική αστική τάξη βέβαια τα κουμάντα της τα έκανε. Απ’ τη δεκαετία του 90’ οι Έλληνες βιομήχανοι και επιχειρηματίες μπήκαν για τα καλά στο γειτονικό κράτος για μπίζνες με φτηνά εργατικά χέρια και φορολογικό παράδεισο.
Όλοι όμως κερδισμένοι βγήκαν. Γιατί μπορεί εν τέλη το όνομα να «δόθηκε», τριάντα χρόνια όμως τώρα ο εθνικισμός κάνει κι αυτός τη δουλειά του. Βρήκε άλλη μια αφορμή να οργανωθεί, να βγει στο δρόμο, και να γίνει επικίνδυνος για τις κοινωνίες. Και πάνω απ’ όλα μπόρεσε να ρυθμίσει ποιανού το κράτος και η αστική τάξη έχουν το πάνω χέρι στη περιοχή.
Κομμάτι αυτής της δουλειάς είναι και τα πρόσφατα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Ναζιστές, χουντικοί, βασιλικοί, και κάθε λογής φασιστοειδές. Ο βούρκος τη ελληνικής κοινωνίας μαζεμένος. Αυτοί που τρέφονται απ’ το μίσος και καλλιεργούν τη διχόνοια μεταξύ των λαών που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Παρέα κι ένα κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Ζωή Κωνσταντοπούλου, ΚΟΕ και ΛΑΕ είτε στήριξαν είτε συμμετείχαν με στόχο να κλέψουν κανένα κομμάτι απ’ τη πίτα του εθνικισμού.
Ούτε σε μας βέβαια αρέσει η «Συμφωνία των Πρεσπών». Επειδή δεν σκοπεύει στην φιλία και την αρμονική συνύπαρξη των λαών μας. Αντιθέτως, ενισχύει την –ήδη ισχυρή– φιλία των αστικών τάξεων και των κρατών και ταυτόχρονα ανοίγει το δρόμο για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Γνωρίζουμε καλά τι σημαίνει ΝΑΤΟ. Μιλάμε για μια συμμαχία που δημιουργεί συνεχώς πολέμους (Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Ουκρανία τα πιο πρόσφατα), διεκδικώντας τη στρατιωτική, οικονομική και πολιτισμική της επέκταση σε όλο και περισσότερες περιοχές του πλανήτη. Σε αυτά τα πλαίσια, η ενίσχυση της παρουσίας του στα Βαλκάνια και στη ΒΑ Μεσόγειο είναι κρίσιμης σημασίας για τους σχεδιασμούς του. Γι’ αυτούς τους λόγους κατασκευάζει συνεχώς νέες στρατιωτικές βάσεις τόσο στην Ελλάδα (μεταφορά πυρηνικών στον Άραξο, στρατιωτική βάση ελικοπτέρων στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης) όσο και στη Βόρεια Μακεδονία.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε, ότι οι ΗΠΑ ήδη διαθέτουν στα εδάφη της Βόρειας Μακεδονίας στρατιωτικές υποδομές που μπορούν να φιλοξενήσουν 40.000 στρατιώτες, οι οποίες θα ενεργοποιηθούν με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Έτσι θα δοθεί «ζωή» στην μεγαλύτερη ΝΑΤΟική βάση στην Ευρώπη. Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη συμμαχία πολέμου και πιστεύουμε ότι η συμμετοχή οποιασδήποτε χώρας την εμπλέκει, πρώτ’ απ’ όλα, σε κινδύνους.
Όσο για τη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή αποτελεί τον πιο πρόθυμο και πιστό συνεργάτη των ιμπεριαλιστών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, υπογράφοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών και ολοκληρώνοντας το έργο που δεν κατάφεραν οι προηγούμενοι. Παράλληλα, διευκολύνει ακόμη περισσότερο την διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα εδάφη της Βόρειας Μακεδονίας.
Απ’ τη άλλη, για τους φασίστες έχουμε αποφασίσει ότι η στάση μας απέναντι τους ήταν, είναι και θα είναι εχθρική. Θα στεκόμαστε πάντα ανάχωμα στα σχέδιά τους, θα είμαστε εκεί να εμποδίζουμε κάθε τους προσπάθεια είτε να μολύνουν συνειδήσεις με το μισανθρωπικό τους λόγο, είτε να κερδίσουν έδαφος και παρουσία στον δημόσιο χώρο. Τη θέση τους τη γνωρίζουν καλά και θα κάνουμε ότι χρειαστεί για να παραμείνουν εκεί: βαθιά μέσα στις τρύπες τους.
Εμείς απ’ τη μεριά μας, επιθυμούμε το αυτονόητο, την αρμονική συνύπαρξη όλων των λαών. Επιθυμούμε το σεβασμό στα ήθη και τις παραδόσεις κάθε κοινότητας, τη φιλία και τη συνεργασία. Αγωνιζόμαστε για την επαναστατική συμπόρευση της εργατικής τάξης τόσο της Ελλάδας όσο και της Βόρειας Μακεδονίας, με σκοπό την ανατροπή του καπιταλισμού και την κοινωνική απελευθέρωση. Αν και δύσκολος, είναι ο μόνος δρόμος που εξασφαλίζει την ειρήνη στην περιοχή, ο μόνος δρόμος που θα χτίσει κοινωνίες ισότητας και αλληλεγγύης.
Και γνωρίζουμε καλά, ότι αν παρατήσουμε τον αγώνα αυτό, το μέλλον που μας περιμένει είναι αυτό της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και του πολέμου.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ ΤΟΥΣ ΑΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΤΟΥΣ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Αντιφασιστική Συνέλευση Ηρακλείου